ἰδιογονίᾳ

ἰδιογονίᾳ
ἰδιογονίᾱͅ , ἰδιογονία
breeding only with one's own kind
fem dat sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ιδιογονία — ἰδιογονία, ἡ (Α) το να γεννά κάποιος άτομα μόνο τού δικού του γένους, χωρίς ανάμιξη άλλων γενών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + γονια ( γονος < γίγνομαι), πρβλ. θεο γονία, κοσμο γονία] …   Dictionary of Greek

  • ιδιο- — α συνθετικό λέξεων που σημαίνει: α) ιδιαιτερότητα («ιδιόμορφος», «ιδιοφυής») β) χωριστή, μεμονωμένη κατάσταση («ιδιόλεκτος», «ιδιόγλωσσος») γ) κτήση («ιδιοκτήτης», «ιδιόβουλος») δ) αυτενέργεια ή το αποτέλεσμά της («ιδιόγραφος», «ιδιόχειρος») βλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”